Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



γλῶσσάν, τὴν


Ερμηνεία:

 [η γλῶσσα, της γλώσσης, την γλῶσσαν (όργανο της διάρθρωσης του λόγου, διευκόλυνσης της μάσησης και της κατάποσης που διαθέτει  ισχυρούς μύες)] 



Ετυμολογία:

[< (Όμηρ.), Καινή Διαθήκη 50 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσαν τῆς ν᾿ ἀλέθῃ, κ᾿ ἐνθυμεῖτο τὸν ... (ομιλούσε ακατάπαυστα, συνεχώς) [Ο έρωτας στα χιόνια].  



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: